ουατοκοίτης

ουατοκοίτης
οὐατοκοίτης, ὁ (Α)
(ονομ. ατόμων μυθικής ινδικής φυλής που είχαν πολύ μακριά αφτιά) αυτός που κοιμάται πάνω στα αφτιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, οὔατος «αφτί» (βλ. λ. ους) + -κοίτης (< κοίτη «κλίνη»), πρβλ. ανεμο-κοίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οὐατοκοῖται — οὐατοκοίτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐατοκοίτην — οὐατοκοίτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”